Ο μαλαχίτης είναι ορυκτό του χαλκού. Χημικά χαρακτηρίζεται ως βασικός ανθρακικός χαλκός. Έχει ζωηρό πράσινο χρώμα, στο οποίο οφείλει το όνομά του: Ονομάστηκε από το φυτό μαλάχη (κοινώς μολόχα), καθώς έχει παρόμοιο χρώμα με τα φύλλα του.
Ο μαλαχίτης είναι γνωστός από την αρχαιότητα. Οι επάλληλες ζωνώδεις αλλαγές αποχρώσεων τον κάνουν κατάλληλο ως υλικό διακόσμησης. Οι εναλλαγές αυτές είναι πολύ χαρακτηριστικές και τον διακρίνουν εύκολα από άλλα παρόμοιου χρώματος ορυκτά. Οι έμπειροι τεχνίτες μπορούν να κατεργαστούν ένα κομμάτι μαλαχίτη όχι μόνο για να του δώσουν το επιθυμητό σχήμα, αλλά για να κάνουν αυτές τις ζώνες να ακολουθούν το περίγραμμα του σχήματος. Έτσι, από μαλαχίτη κατασκευάζονται αντικείμενα όπως σταχτοδοχεία, βάσεις ανθοδοχείων, κοσμηματοθήκες και άλλα αντικείμενα διακόσμησης. Χρησιμοποιείται, επίσης, και στην κοσμηματοποιία, όπου, συνήθως, «δένεται» με άργυρο. Για τη χρήση του στην κατασκευή κοσμημάτων αποκαλείται επίσης «ψευδής σμάραγδος» (ψευδοσμαράγδι).
Ο μαλαχίτης, ως δευτερεύον ορυκτό του χαλκού, απαντά στις ζώνες οξείδωσης φλεβών πλούσιων σε χαλκό, γι’ αυτό και συνδέεται με αζουρίτη, κυπρίτη, αυτοφυή χαλκό, χρυσόκολλα, χαλκοκυπρίτη και χαλκομιγή λειμωνίτη. Συνδέεται επίσης με τον ψευδομαλαχίτη (Cu5(PO4)2(OH)4), με τον οποίο μοιάζει πολύ στη μορφή. Τα δύο ορυκτά μπορούν να διακριθούν με αραιό ψυχρό υδροχλωρικο οξύ, καθώς ο μαλαχίτης αντιδρά αναβράζοντας, ενώ ο ψευδομαλαχίτης δεν αντιδρά.
Απαντά σε πολλά μέρη του κόσμου, ωστόσο οι πολύτιμες και ημιπολύτιμες παραλλαγές του προέρχονται κυρίως από τα Ουράλια όρη στην Ρωσία (από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα παγκοσμίως), στην περιοχή Τσουμέμο Ναμίμπια (όπου σχημάτιζε τον αποκαλούμενο «πράσινο λόφο», Green Hill), στο Ζαίρ, στην Αυστραλία και στην Αριζόνα των ΗΠΑ.
Στην Ελλάδα ανευρίσκεται στα μεταλλεία Λαυρίου.